ἀνυπότακτοι

ἀνυπότακτοι
ἀνυπότακτος
not made subject
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αβαρίκο ή Αβαρίκος — Ένα από τα τέσσερα χωριά του Σουλίου. Βρισκόταν στο βουνό της Βογορίτσας. Τον 17o αι. κατέφυγαν στο Α., όπως και στα υπόλοιπα τρία χωριά (Κιάφα, Κακοσούλι και Σαμονέβα) ανυπότακτοι Έλληνες, που αντιμετώπισαν με επιτυχία τις επιθέσεις των Τούρκων …   Dictionary of Greek

  • Αραουκανοί — Μία από τις σπουδαιότερες ιθαγενείς φυλές της Νότιας Αμερικής. Υπερήφανοι και ανυπότακτοι, αγωνίστηκαν επί τέσσερις αιώνες εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας με ηρωισμό που αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι κατακτητές. Σήμερα είναι περίπου 300.000, από… …   Dictionary of Greek

  • Κούρδοι — Ημινομαδικός λαός της Μικράς Ασίας, με αριθμητικά σημαντικές εθνικές μειονότητες στην Τουρκία, στο Ιράκ και στο Ιράν. Οι Κ., στην πλειονότητά τους, ασχολούνται με την κτηνοτροφία και με εποχικές χειρωνακτικές εργασίες. Μουσουλμάνοι σουνίτες,… …   Dictionary of Greek

  • ανυπότακτος, -η, -ο — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν υποτάσσεται, απειθάρχητος, ανυπάκουος: Το Σούλι είχε μείνει ανυπόταχτο στους Τούρκους. 2. (στρατολ.), αυτός που δεν παρουσιάστηκε εμπρόθεσμα για κατάταξη στο στρατό: Οι ανυπότακτοι τιμωρούνται με πρόσθετη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”